Το αριστερό, ανάποδο, αριστερή πλευρά. Το σκιερό μέρος, που δεν το χτυπάει το φώς τού ήλιου.
Πούντιασαμι ιδώ απ’καθέμαστι, ιδωϊάς είνι ζερβό, πάμι να καθήσουμι απ’ την άλλ(η) απ’όχ(ει) ήλιου!
Το αριστερό, ανάποδο, αριστερή πλευρά. Το σκιερό μέρος, που δεν το χτυπάει το φώς τού ήλιου.
Πούντιασαμι ιδώ απ’καθέμαστι, ιδωϊάς είνι ζερβό, πάμι να καθήσουμι απ’ την άλλ(η) απ’όχ(ει) ήλιου!
Ζβήνω.
Ιέλα ιδώ αρέ η φουτιά δε ζ’βεί φιέρε ιένα τσόλ’ να τι σκιπάσου, μη φουνταριάσουμι.
Άρρωστο.
Ζαρίφκ’κου μ’ φένιτι αυτό τού κτά’β.
Πρόβατο πού έχει ξεπεράσει τον πρώτο χρόνο.
Δεν ιέχου πουλλά πράματα, πέντ’,ιέξ’ αρνάδες κι τρία ζγούρια, άϊτι κι κανιένα βιτούλ’, αυτάνα μαναχά!
Οταν ένα ζώο είναι στόν καιρό του για ζευγάρωμα.
Μ’ φένιτι ουότ’ ζητάει η σκύλα, μπάκαι ιέχ’ς κανά τσουπανόσκ’λο να τς’ φιέρουμι;
Κυνηγόσκυλο. Μεταφορικά και για κάποιον που στέκεται και περιμένει υπομονετικά να πάρει πιστά εντολές.
Τι στέκεσαι ωρέ ουόξου σαν του ζαγάρ’; μπέκα* μέσα.
*Μπές.
Αρρωστιάρικο.
Ντίπ ζαρίφ’κα γεννέθκαν αυτά τα αρνιά, θα βάνου να τα ξικάνω κανιά ώρα.
Φορτώνομαι.
Ζαλώθκα τα ξύλα στη πλάτη’μ κι πήρα τούν κατήφουρου.
Τρελλή. Μεταφορικά η σημαία που την πάει πέρα δώθε ο άνεμος.
Τέτοια ζουρλουπαντιέρα απ’ ούσι;
Κάθε μορφής μικρό ζώο.
Αγιέμ’ τι ζούμπερου είναι αυτόνο;