Κατηγορία: Ζ

Ζερβό:

Το αριστερό, ανάποδο, αριστερή πλευρά. Το σκιερό μέρος, που δεν το χτυπάει το φώς τού ήλιου.

Πούντιασαμι ιδώ απ’καθέμαστι, ιδωϊάς είνι ζερβό, πάμι να καθήσουμι απ’ την άλλ(η) απ’όχ(ει) ήλιου!

 

Ζ’βάου ή ζ’βού:

Ζβήνω.

Ιέλα ιδώ αρέ η φουτιά δε ζ’βεί φιέρε ιένα τσόλ’ να τι σκιπάσου, μη φουνταριάσουμι.

Ζιαρίφ’κου:

Άρρωστο.

Ζαρίφκ’κου μ’ φένιτι αυτό τού κτά’β.

Ζυγούρι, ζγούρ’:

Πρόβατο πού έχει ξεπεράσει τον πρώτο χρόνο.

Δεν ιέχου πουλλά πράματα, πέντ’,ιέξ’ αρνάδες κι τρία ζγούρια, άϊτι κι κανιένα βιτούλ’, αυτάνα μαναχά!

Ζητάει: Συνώνυμο “σέρνει”:

Οταν ένα ζώο είναι στόν καιρό του για ζευγάρωμα.

Μ’ φένιτι ουότ’ ζητάει η σκύλα, μπάκαι ιέχ’ς κανά τσουπανόσκ’λο να τς’ φιέρουμι;

Ζαγάρ’:

Κυνηγόσκυλο. Μεταφορικά και για κάποιον που στέκεται και περιμένει υπομονετικά να πάρει πιστά εντολές.

Τι στέκεσαι ωρέ ουόξου σαν του ζαγάρ’; μπέκα* μέσα.

*Μπές.

 

Ζαρίφ’κο:

Αρρωστιάρικο.

Ντίπ ζαρίφ’κα γεννέθκαν αυτά τα αρνιά, θα βάνου να τα ξικάνω κανιά ώρα.

Ζαλώνουμαι:

Φορτώνομαι.

Ζαλώθκα τα ξύλα στη πλάτη’μ κι πήρα τούν κατήφουρου.

Ζουρλουπαντιέρα:

Τρελλή. Μεταφορικά η σημαία που την πάει πέρα δώθε ο άνεμος.

Τέτοια ζουρλουπαντιέρα απ’ ούσι;

Ζούμπερο:

Κάθε μορφής μικρό ζώο.

Αγιέμ’ τι ζούμπερου είναι αυτόνο;

error: Content is protected !!